συμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱ , συμμοριάω to be in the same pres imperat act 2nd sg συμμορίᾱ , συμμοριάω to be in the same imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίᾳ — συμμορίαι , συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορία — η οργανωμένη ομάδα κακοποιών: Τα μέλη της συμμορίας αλληλοεξοντώθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμορίας — συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem acc pl συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem gen sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱς , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορίας — συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem acc pl συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίαν — συμμορίᾱν , συμμορία taxation group fem acc sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱν , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συμμορίᾱν , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίαι — συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορίαν — συμμορίᾱν , συμμορία taxation group fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Симмория — (συμμορία) так назывались у афинян в IV веке до Р. Хр. группы граждан, составлявшиеся для двух целей: для собирания военного налога (εισφορά) и для полного снаряжения военных кораблей (τριηραρχία). С. для собирания налога были учреждены в 378 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона